- οβελίσκος
- Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται στην 5η Δυναστεία και είναι τοποθετημένα στο κέντρο των ναών, που ήταν αφιερωμένοι στον Ήλιο. Από το Μέσο Βασίλειο και ύστερα οι ο. ιδρύονται στις προσόψεις των ναών των αφιερωμένων στον Ρα και σε άλλες συγγενείς θεότητες.
Οι επιβλητικότεροι ο. ανήκουν στις περιόδους της μεγαλύτερης ακμής της Αιγύπτου: στο Μέσο και Νέο Βασίλειο· πολλοί από αυτούς, αφού αποσπάστηκαν από τη θέση τους, μεταφέρθηκαν, είτε στους ρωμαϊκούς χρόνους είτε στη σύγχρονη εποχή, σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης (κυρίως στη Ρώμη) και της Αμερικής. Γνωστός είναι ο ο. που κοσμεί την πλατεία Ομονοίας στο Παρίσι.
Ο αιγυπτιακός οβελίσκος της πλατείας Λατερανού (Ρώμη).
Ο αιγυπτιακός οβελίσκος της πλατείας Ομόνοιας (Παρίσι).
Οβελίσκος σε αρχαίο λατομείο του Ασουάν που δεν ολοκληρώθηκε η αποκοπή του.
* * *ο (Α ὀβελίσκος)1. μικρός οβελός («φέρε τοὺς ὀβελίσκους, ἵν' ἀναπείρω τὰς κίχλας», Αριστοφ.)2. το οξύ άκρο κάθε αντικειμένου που έχει σχήμα παρόμοιο με τον οβελό, όπως μαχαιριού, ξίφους, ακοντίου κ.λπ. («ἔστι δὲ ταῡτα... βέλη Ρωμαίων σιδηροῡς ὀβελίσκους ἔχοντα», Διον. Αλ.)3. κωνικός τετράεδρος μονολιθικός κίονας που καταλήγει σε πυραμοειδή αιχμή και ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αρχαία Αίγυπτο στην είσοδο ναών και αργότερα σε τάφουςνεοελλ.τμήμα τού φάρου στο οποίο προσαρμόζεται το φωτιστικό σύστημα, συνήθως αυτόματης λειτουργίαςαρχ.1. σιδερένιο ή χάλκινο νόμισμα που κατέληγε σε οξύ άκρο ή εικόνιζε λόγχη2. καρφί3. μοχλός θύρας, μεγάλο δοκάρι που έκλεινε την πόρτα4. οχετός για αποχέτευση υδάτων («τῶν δ' ἐν τοῑς τείχεσιν όβελίσκων συμφραχθέντων», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος].
Dictionary of Greek. 2013.